- παραδαρμός
- ο, ΝΜ [παραδέρω]περιπέτεια, δοκιμασία, ταλαιπωρίανεοελλ.πάλη με τα κύματα, κλυδωνισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδαρμός — ο ταλαιπωρία, περιπέτεια: Τούτος ο παραδαρμός όλη τη νύχτα μας τσάκισε όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδαρμα — το [παραδέρνω] 1. ο παράδαρμός 2. (κυρίως στον πληθ.) συμφορές, βάσανα … Dictionary of Greek
παραδείρι — το παραδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. δειρ (πρβλ. ἔ δειρ α, αόρ. του δέρω / δέρνω) + κατάλ. ι] … Dictionary of Greek